Μαρίκα Κοτοπούλη
Η Μαρίκα Κοτοπούλη (3 Μαΐου 1887-11 Σεπτεμβρίου 1954) ήταν σημαντική Ελληνίδα ηθοποιός. Διακρίθηκε περισσότερο ως τραγωδός στα έργα ξένων κι Ελλήνων κλασικών συγγραφέων. Πρωταγωνίστησε, ωστόσο, σε πολλά διαφορετικά θεατρικά είδη, ανάμεσά τους η κομεντί και η φάρσα. Η ερμηνεία της σε έργα σύγχρονων συγγραφέων θεωρείται ανεπανάληπτη. Μολονότι δε διακρινόταν για την εξωτερική της εμφάνιση, κέρδισε το θαυμασμό με τη γοητεία που εξέπεμπε, καθώς και με τη σπιρτάδα του μυαλού και τη δημιουργικότητα της σκέψης της. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Ήταν κόρη της Ελένης και του Δημητρίου Κοτοπούλη. Και οι δυο γονείς της ήταν ηθοποιοί, ενώ ο πατέρας ήταν και θιασάρχης, επικεφαλής του Δραματικού Θιάσου Πρόοδος. Εμφανίστηκε στη σκηνή βρέφος σε περιοδεία των γονέων της στο έργο Ο αμαξάς των Άλπεων. Είχε, έτσι κι αλλιώς, γεννηθεί σχεδόν κυριολεκτικά πάνω στο θεατρικό σανίδι, όταν η μητέρα της «καταληφθείσα επί σκηνής από τας ωδίνας του τοκετού», όπως περιέγραφε μια εφημερίδα της εποχής, «μετεφέρθη κακώς έχουσα εις την οικίαν της, ένθα έφερεν εις φως τον τελευταίον γόνον των Κοτοπούληδων». Ο πρώτος ρόλος της ήταν σε επιθεώρηση, σε ηλικία πέντε ετών, όπου υποδύθηκε μια μαθήτρια. Έως το 1901 εμφανιζόταν στο πλάι των γονιών της σε διάφορα έργα, ακόμη και του κλασικού ρεπερτορίου, σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Το 1902 προσελήφθη στο Βασιλικό Θέατρο κι αρχίζει να γίνεται γνωστή στο ευρύτερο κοινό. Στο ξεκίνημα αντιμετώπισε εχθρότητα από μερίδα συναδέλφων της, εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας της. Το ταλέντο της αναγνωρίστηκε γρήγορα από τους κριτικούς κι αυτό ενέτεινε τον ανταγωνισμό με την ευνοούμενη των ανακτόρων ηθοποιό Άννα Φραγκοπούλου. Το ντεμπούτο της στο Βασιλικό Θέατρο ήταν ο ρόλος του Πουκ στο Όνειρο θερινής νυκτός και συνέχισε με ανάλογες επιλογές από το κλασικό ρεπερτόριο, όπως Δωδεκάτη νύκτα, Φάουστ και άλλα. Σημαντική στιγμή στην καριέρα της νεαρής Κοτοπούλη υπήρξε η συμμετοχή της στην τριλογία του Αισχύλου Ορέστεια το 1903, όπου η απαγγελία για πρώτη φορά αρχαίου δράματος στη δημοτική γλώσσα προκάλεσε σεισμό στα θεατρικά και κοινωνικά δεδομένα της εποχής. Οι οπαδοί της καθαρεύουσας, που υποκινήθηκαν από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Γεώργιο Μιστριώτη, αντέδρασαν βίαια, προκλήθηκαν επεισόδια με τραυματίες και έναν νεκρό (τα λεγόμενα Ορεστειακά) και η συνέχεια των παραστάσεων διακόπηκε. Έγινε θιασάρχης το 1908 και το 1912 εγκαταστάθηκε στο θέατρο "Ομονοίας", το οποίο μετονομάστηκε σε «Μαρίκας Κοτοπούλη» και το 1936 μετακόμισε στο «Ρεξ» της οδού Πανεπιστημίου".[8] Το καλοκαίρι του 1924, όταν ο Χαϊλέ Σελασιέ επισκέφθηκε ως αντιβασιλέας της Αιθιοπίας την Ελλάδα, η Κοτοπούλη και ο θίασός της επιλέχτηκαν για την παράσταση του Αγαμέμνονα που δόθηκε προς τιμήν του στο Ηρώδειο.[9] Στις αρχές του 1929 η Κοτοπούλη συνέστησε την "Ελευθέραν Σκηνήν", σε συνεργασία με το χρονογράφο και θεατρικό συγγραφέα Σπ. Μελά και με τη σύμπραξη του γαμπρού της Μήτσου Μυράτ. Η δημιουργία του θιάσου είχε σχεδιαστεί ως αντίβαρο στην επικείμενη σύσταση του Εθνικού Θεάτρου. Γρήγορα, όμως, οι οικονομικές αποτυχίες ορισμένων επιλογών της "Ελευθέρας Σκηνής" οδήγησαν το Μελά στην απόφαση να αποχωρήσει από το σχήμα, επιλέγοντας την προώθηση των συμφερόντων του μέσω του Εθνικού. Μετά τη διάλυση του θιάσου, η Κοτοπούλη, μαζί με μια ομάδα ηθοποιών, έφυγε τον Οκτώβριο του 1930 για παραστάσεις στις ΗΠΑ, όπου παρέμεινε μέχρι τον Ιανουάριο του 1932. Η επιθυμία της να δημιουργήσει ένα θεατρικό σχήμα που θα ήταν το αντίπαλο δέος του Εθνικού Θεάτρου πραγματοποιήθηκε όταν επέστρεψε από την Αμερική και έφτιαξε έναν θίασο με την άλλοτε ανταγωνίστριά της Κυβέλη, ο οποίος γνώρισε σημαντική επιτυχία. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η παρουσία της Κοτοπούλη στο θεατρικό σανίδι αραίωσε. Η τελευταία της εμφάνιση πραγματοποιήθηκε το 1952, στην Ερμούπολη της Σύρου.Η Μαρίκα Κοτοπούλη πέθανε στις 11 Σεπτεμβρίου 1954. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη την επόμενη του θανάτου της, αφού πρώτα το φέρετρό της εκτέθηκε στη Μητρόπολη σε λαϊκό προσκύνημα. Στην καριέρα της, η Κοτοπούλη διακρίθηκε ως Ηλέκτρα στην Ορέστεια, ως Ιφιγένεια και Μαργαρίτα (στο Φάουστ) του Γκαίτε, ως Ηλέκτρα του Χόφμανσταλ και, όσον αφορά το ελληνικό ρεπερτόριο, ως Φαύστα στην ομώνυμη τραγωδία του Δ. Βερναρδάκη και Θεοδότη στους Ισαύρους του Ραγκαβή. Ξεχωριστή, επίσης, ήταν η ερμηνεία της στη Στέλλα Βιολάντη του Ξενόπουλου το καλοκαίρι του 1909 στo θέατρο Ομονοίας, στέγη της Νέας Σκηνής, όταν ο συγγραφέας εμπιστεύτηκε σ' αυτήν τον πρωταγωνιστικό ρόλο κι όχι στην Κυβέλη, όπως συνήθιζε. Όσον αφορά την επιθεώρηση, παρόλο που η Κοτοπούλη είχε μια σημαντική παρουσία στο είδος στα νεανικά χρόνια της, η ίδια δεν ήθελε τη συσχετίζουν με αυτήν, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να κάνει το 1918 δήλωση "περί αποτάξεως" αυτού του ιδιαίτερου τύπου θεατρικού έργου. Εκτός από το θέατρο, η Κοτοπούλη έπαιξε για μια και μοναδική φορά στον κινηματογράφο, στην ελληνοτουρκική παραγωγή Κακός δρόμος (1933), βασισμένη σε μυθιστόρημα του Γρ. Ξενόπουλου. Η ταινία γυρίστηκε σε στούντιο της Κωνσταντινούπολης και ήταν συμπαραγωγή με συμμετοχή του συζύγου της Γ. Χέλμη και του Κώστα Θεοδωρίδη, συζύγου της Κυβέλης, η οποία συμπρωταγωνιστούσε στο φιλμ, μαζί με το Β. Λογοθετίδη. Η ταινία έως σήμερα θεωρείται χαμένη. Η προσωπική της ζωή υπήρξε θυελλώδης, ιδιαίτερα στα νεανικά της χρόνια και περιελάμβανε τόσο άνδρες όσο και γυναίκες. Ειδικά όσον αφορά τις τελευταίες, στην εποχή της κυκλοφορούσε η φήμη πως η Κοτοπούλη είχε ερωτικές σχέσεις με τις μικρότερες σε ηλικία ηθοποιούς, προτού αυτές αναδειχτούν. Λίγο έπειτα από την πρόσληψή της στο Βασιλικό Θέατρο, συγκεκριμένα το 1904, σύναψε ερωτικό δεσμό με το σκηνοθέτη Θωμά Οικονόμου, ο οποίος αναγνώρισε αμέσως το ταλέντο της και βοήθησε στην καθιέρωσή της. Μετά την σχεδόν ταυτόχρονη αποχώρησή τους από το Βασιλικό (1906), η Κοτοπούλη συμμετείχε στο "Θίασο Θωμά Οικονόμου" στο ελεύθερο θέατρο, ένα συνεργατικό σχήμα με το θίασο του πατέρα της Δημήτρη. Την επόμενη χρονιά ο δεσμός της με τον Οικονόμου έληξε και, μάλιστα, με άσχημο τρόπο, ενώ η ίδια έφυγε για λίγο στο Παρίσι. Το 1908, ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη για περιοδεία, η Κοτοπούλη ερωτεύτηκε τον πολιτικό και στοχαστή Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος υπηρετούσε εκεί ως Πρώτος Γραμματέας της Ελληνικής Πρεσβείας και τον οποίο είχε πρωτοσυναντήσει το 1905 στην Αλεξάνδρεια. Η πολύκροτη σχέση τους, που βάσταξε έως τα τέλη του Ιουλίου του 1920, οπότε και δολοφονήθηκε ο αγαπημένος της από υποστηρικτές του Βενιζέλου, υπήρξε σκανδαλώδης για τα δεδομένα της εποχής. Το ζευγάρι από τον Ιούνιο περίπου του 1912 συζούσε, χωρίς την επισημοποίηση ενός γάμου, κάτι που όμως έτσι κι αλλιώς ήταν αδύνατον, λόγω της ταξικής διαφοράς που υπήρχε ανάμεσά τους και της επακόλουθης αντίδρασης της μεγαλοαστικής οικογένειας του Δραγούμη. Την περίοδο που ο τελευταίος βρισκόταν εξόριστος στην Κορσική (1917-19), η Κοτοπούλη είχε γνωρίσει το θεατρικό επιχειρηματία Γεώργιο Χέλμη, με τον οποίο σύναψε ερωτική σχέση. Τον παντρεύτηκε το 1923 και μοιράστηκε μαζί του την υπόλοιπη ζωή της -παιδιά δεν απέκτησαν. Στις πολιτικές της πεποιθήσεις η Κοτοπούλη ήταν φιλομοναρχική, θεωρώντας πως το παλάτι ήταν θεσμός ιερός. Ωστόσο, οι προσωπικές σχέσεις της δεν καθορίζονταν από αυτήν την επιλογή. Όπως μαρτυρεί, μάλιστα, ο Γιάννης Τσαρούχης, κατά τη διάρκεια της Κατοχής προστάτεψε και βοήθησε όσο μπορούσε τους αριστερούς συναδέλφους της, παρεμβαίνοντας υπέρ αυτών στις αρχές, με το πρόσχημα ότι τους χρειαζόταν κοντά της: "καμουφλάριζε την ανθρωπιά της, με τη δικαιολογία του θεάτρου". To 1923 η Κοτοπούλη έλαβε το Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ το 1939 τιμήθηκε για την προσφορά της από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Το 1949, με αφορμή τη (μοναδική) συνεργασία της με το Εθνικό στο ανέβασμα της Ορέστειας από το Ροντήρη, οι συνάδελφοι της Κοτοπούλη έλαβαν την πρωτοβουλία και της έδωσαν ειδικό χρυσό μετάλλιο, με χαραγμένη τη μορφή της ως Κλυταιμνήστρας. Μέσα από αυτήν την κίνηση καθιερώθηκε, με πρωτοβουλία της ίδιας, ο θεσμός της απονομής του "Επάθλου Κοτοπούλη" σε αξιόλογες Ελληνίδες ηθοποιούς, ο οποίος όμως ατόνησε τα τελευταία χρόνια. Το 1950 της απονεμήθηκε από το βασιλιά Παύλο το παράσημο του Ταξιάρχη. Η μεγάλη ηθοποιός αφιέρωσε την ζωή της στο θέατρο και υπό τη διδασκαλία, την προστασία και την προσωπική καθοδήγησή της μπόρεσε να αναδυθεί μια σπουδαία γενιά Ελλήνων ηθοποιών του 20ού αιώνα. Άμεσα επίγονές της ήταν η Ελένη Παπαδάκη, η Κατίνα Παξινού και η Κατερίνα Ανδρεάδη. Καλλιτεχνικά τέκνα της, που μαθήτευσαν κοντά στη μεγάλη πρωταγωνίστρια λιγότερο ή περισσότερο τακτικά, υπήρξαν η Μαίρη Αρώνη, η Έλλη Λαμπέτη, η Άννα Συνοδινού και η Μελίνα Μερκούρη, ενώ είχε συμβολή και στην ανάδειξη των Λογοθετίδη, Γ. Γληνού, Βεάκη, Μινωτή και Δ. Χορν. Στην Αθήνα, στη "Βίλα Κοτοπούλη", το οίκημα που ήταν το γαμήλιο δώρο του Χέλμη προς τη μεγάλη πρωταγωνίστρια, στεγάζεται και λειτουργεί το Μουσείο Μαρίκας Κοτοπούλη, στην οδό Αλέξανδρου Παναγούλη στο Δήμο Ζωγράφου.
Φιλμογραφία
Ο κακός δρόμος (1936)
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Η Μαρίκα Κοτοπούλη (3 Μαΐου 1887-11 Σεπτεμβρίου 1954) ήταν σημαντική Ελληνίδα ηθοποιός. Διακρίθηκε περισσότερο ως τραγωδός στα έργα ξένων κι Ελλήνων κλασικών συγγραφέων. Πρωταγωνίστησε, ωστόσο, σε πολλά διαφορετικά θεατρικά είδη, ανάμεσά τους η κομεντί και η φάρσα. Η ερμηνεία της σε έργα σύγχρονων συγγραφέων θεωρείται ανεπανάληπτη. Μολονότι δε διακρινόταν για την εξωτερική της εμφάνιση, κέρδισε το θαυμασμό με τη γοητεία που εξέπεμπε, καθώς και με τη σπιρτάδα του μυαλού και τη δημιουργικότητα της σκέψης της. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Ήταν κόρη της Ελένης και του Δημητρίου Κοτοπούλη. Και οι δυο γονείς της ήταν ηθοποιοί, ενώ ο πατέρας ήταν και θιασάρχης, επικεφαλής του Δραματικού Θιάσου Πρόοδος. Εμφανίστηκε στη σκηνή βρέφος σε περιοδεία των γονέων της στο έργο Ο αμαξάς των Άλπεων. Είχε, έτσι κι αλλιώς, γεννηθεί σχεδόν κυριολεκτικά πάνω στο θεατρικό σανίδι, όταν η μητέρα της «καταληφθείσα επί σκηνής από τας ωδίνας του τοκετού», όπως περιέγραφε μια εφημερίδα της εποχής, «μετεφέρθη κακώς έχουσα εις την οικίαν της, ένθα έφερεν εις φως τον τελευταίον γόνον των Κοτοπούληδων». Ο πρώτος ρόλος της ήταν σε επιθεώρηση, σε ηλικία πέντε ετών, όπου υποδύθηκε μια μαθήτρια. Έως το 1901 εμφανιζόταν στο πλάι των γονιών της σε διάφορα έργα, ακόμη και του κλασικού ρεπερτορίου, σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Το 1902 προσελήφθη στο Βασιλικό Θέατρο κι αρχίζει να γίνεται γνωστή στο ευρύτερο κοινό. Στο ξεκίνημα αντιμετώπισε εχθρότητα από μερίδα συναδέλφων της, εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας της. Το ταλέντο της αναγνωρίστηκε γρήγορα από τους κριτικούς κι αυτό ενέτεινε τον ανταγωνισμό με την ευνοούμενη των ανακτόρων ηθοποιό Άννα Φραγκοπούλου. Το ντεμπούτο της στο Βασιλικό Θέατρο ήταν ο ρόλος του Πουκ στο Όνειρο θερινής νυκτός και συνέχισε με ανάλογες επιλογές από το κλασικό ρεπερτόριο, όπως Δωδεκάτη νύκτα, Φάουστ και άλλα. Σημαντική στιγμή στην καριέρα της νεαρής Κοτοπούλη υπήρξε η συμμετοχή της στην τριλογία του Αισχύλου Ορέστεια το 1903, όπου η απαγγελία για πρώτη φορά αρχαίου δράματος στη δημοτική γλώσσα προκάλεσε σεισμό στα θεατρικά και κοινωνικά δεδομένα της εποχής. Οι οπαδοί της καθαρεύουσας, που υποκινήθηκαν από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Γεώργιο Μιστριώτη, αντέδρασαν βίαια, προκλήθηκαν επεισόδια με τραυματίες και έναν νεκρό (τα λεγόμενα Ορεστειακά) και η συνέχεια των παραστάσεων διακόπηκε. Έγινε θιασάρχης το 1908 και το 1912 εγκαταστάθηκε στο θέατρο "Ομονοίας", το οποίο μετονομάστηκε σε «Μαρίκας Κοτοπούλη» και το 1936 μετακόμισε στο «Ρεξ» της οδού Πανεπιστημίου".[8] Το καλοκαίρι του 1924, όταν ο Χαϊλέ Σελασιέ επισκέφθηκε ως αντιβασιλέας της Αιθιοπίας την Ελλάδα, η Κοτοπούλη και ο θίασός της επιλέχτηκαν για την παράσταση του Αγαμέμνονα που δόθηκε προς τιμήν του στο Ηρώδειο.[9] Στις αρχές του 1929 η Κοτοπούλη συνέστησε την "Ελευθέραν Σκηνήν", σε συνεργασία με το χρονογράφο και θεατρικό συγγραφέα Σπ. Μελά και με τη σύμπραξη του γαμπρού της Μήτσου Μυράτ. Η δημιουργία του θιάσου είχε σχεδιαστεί ως αντίβαρο στην επικείμενη σύσταση του Εθνικού Θεάτρου. Γρήγορα, όμως, οι οικονομικές αποτυχίες ορισμένων επιλογών της "Ελευθέρας Σκηνής" οδήγησαν το Μελά στην απόφαση να αποχωρήσει από το σχήμα, επιλέγοντας την προώθηση των συμφερόντων του μέσω του Εθνικού. Μετά τη διάλυση του θιάσου, η Κοτοπούλη, μαζί με μια ομάδα ηθοποιών, έφυγε τον Οκτώβριο του 1930 για παραστάσεις στις ΗΠΑ, όπου παρέμεινε μέχρι τον Ιανουάριο του 1932. Η επιθυμία της να δημιουργήσει ένα θεατρικό σχήμα που θα ήταν το αντίπαλο δέος του Εθνικού Θεάτρου πραγματοποιήθηκε όταν επέστρεψε από την Αμερική και έφτιαξε έναν θίασο με την άλλοτε ανταγωνίστριά της Κυβέλη, ο οποίος γνώρισε σημαντική επιτυχία. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η παρουσία της Κοτοπούλη στο θεατρικό σανίδι αραίωσε. Η τελευταία της εμφάνιση πραγματοποιήθηκε το 1952, στην Ερμούπολη της Σύρου.Η Μαρίκα Κοτοπούλη πέθανε στις 11 Σεπτεμβρίου 1954. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη την επόμενη του θανάτου της, αφού πρώτα το φέρετρό της εκτέθηκε στη Μητρόπολη σε λαϊκό προσκύνημα. Στην καριέρα της, η Κοτοπούλη διακρίθηκε ως Ηλέκτρα στην Ορέστεια, ως Ιφιγένεια και Μαργαρίτα (στο Φάουστ) του Γκαίτε, ως Ηλέκτρα του Χόφμανσταλ και, όσον αφορά το ελληνικό ρεπερτόριο, ως Φαύστα στην ομώνυμη τραγωδία του Δ. Βερναρδάκη και Θεοδότη στους Ισαύρους του Ραγκαβή. Ξεχωριστή, επίσης, ήταν η ερμηνεία της στη Στέλλα Βιολάντη του Ξενόπουλου το καλοκαίρι του 1909 στo θέατρο Ομονοίας, στέγη της Νέας Σκηνής, όταν ο συγγραφέας εμπιστεύτηκε σ' αυτήν τον πρωταγωνιστικό ρόλο κι όχι στην Κυβέλη, όπως συνήθιζε. Όσον αφορά την επιθεώρηση, παρόλο που η Κοτοπούλη είχε μια σημαντική παρουσία στο είδος στα νεανικά χρόνια της, η ίδια δεν ήθελε τη συσχετίζουν με αυτήν, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να κάνει το 1918 δήλωση "περί αποτάξεως" αυτού του ιδιαίτερου τύπου θεατρικού έργου. Εκτός από το θέατρο, η Κοτοπούλη έπαιξε για μια και μοναδική φορά στον κινηματογράφο, στην ελληνοτουρκική παραγωγή Κακός δρόμος (1933), βασισμένη σε μυθιστόρημα του Γρ. Ξενόπουλου. Η ταινία γυρίστηκε σε στούντιο της Κωνσταντινούπολης και ήταν συμπαραγωγή με συμμετοχή του συζύγου της Γ. Χέλμη και του Κώστα Θεοδωρίδη, συζύγου της Κυβέλης, η οποία συμπρωταγωνιστούσε στο φιλμ, μαζί με το Β. Λογοθετίδη. Η ταινία έως σήμερα θεωρείται χαμένη. Η προσωπική της ζωή υπήρξε θυελλώδης, ιδιαίτερα στα νεανικά της χρόνια και περιελάμβανε τόσο άνδρες όσο και γυναίκες. Ειδικά όσον αφορά τις τελευταίες, στην εποχή της κυκλοφορούσε η φήμη πως η Κοτοπούλη είχε ερωτικές σχέσεις με τις μικρότερες σε ηλικία ηθοποιούς, προτού αυτές αναδειχτούν. Λίγο έπειτα από την πρόσληψή της στο Βασιλικό Θέατρο, συγκεκριμένα το 1904, σύναψε ερωτικό δεσμό με το σκηνοθέτη Θωμά Οικονόμου, ο οποίος αναγνώρισε αμέσως το ταλέντο της και βοήθησε στην καθιέρωσή της. Μετά την σχεδόν ταυτόχρονη αποχώρησή τους από το Βασιλικό (1906), η Κοτοπούλη συμμετείχε στο "Θίασο Θωμά Οικονόμου" στο ελεύθερο θέατρο, ένα συνεργατικό σχήμα με το θίασο του πατέρα της Δημήτρη. Την επόμενη χρονιά ο δεσμός της με τον Οικονόμου έληξε και, μάλιστα, με άσχημο τρόπο, ενώ η ίδια έφυγε για λίγο στο Παρίσι. Το 1908, ενώ βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη για περιοδεία, η Κοτοπούλη ερωτεύτηκε τον πολιτικό και στοχαστή Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος υπηρετούσε εκεί ως Πρώτος Γραμματέας της Ελληνικής Πρεσβείας και τον οποίο είχε πρωτοσυναντήσει το 1905 στην Αλεξάνδρεια. Η πολύκροτη σχέση τους, που βάσταξε έως τα τέλη του Ιουλίου του 1920, οπότε και δολοφονήθηκε ο αγαπημένος της από υποστηρικτές του Βενιζέλου, υπήρξε σκανδαλώδης για τα δεδομένα της εποχής. Το ζευγάρι από τον Ιούνιο περίπου του 1912 συζούσε, χωρίς την επισημοποίηση ενός γάμου, κάτι που όμως έτσι κι αλλιώς ήταν αδύνατον, λόγω της ταξικής διαφοράς που υπήρχε ανάμεσά τους και της επακόλουθης αντίδρασης της μεγαλοαστικής οικογένειας του Δραγούμη. Την περίοδο που ο τελευταίος βρισκόταν εξόριστος στην Κορσική (1917-19), η Κοτοπούλη είχε γνωρίσει το θεατρικό επιχειρηματία Γεώργιο Χέλμη, με τον οποίο σύναψε ερωτική σχέση. Τον παντρεύτηκε το 1923 και μοιράστηκε μαζί του την υπόλοιπη ζωή της -παιδιά δεν απέκτησαν. Στις πολιτικές της πεποιθήσεις η Κοτοπούλη ήταν φιλομοναρχική, θεωρώντας πως το παλάτι ήταν θεσμός ιερός. Ωστόσο, οι προσωπικές σχέσεις της δεν καθορίζονταν από αυτήν την επιλογή. Όπως μαρτυρεί, μάλιστα, ο Γιάννης Τσαρούχης, κατά τη διάρκεια της Κατοχής προστάτεψε και βοήθησε όσο μπορούσε τους αριστερούς συναδέλφους της, παρεμβαίνοντας υπέρ αυτών στις αρχές, με το πρόσχημα ότι τους χρειαζόταν κοντά της: "καμουφλάριζε την ανθρωπιά της, με τη δικαιολογία του θεάτρου". To 1923 η Κοτοπούλη έλαβε το Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ το 1939 τιμήθηκε για την προσφορά της από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Το 1949, με αφορμή τη (μοναδική) συνεργασία της με το Εθνικό στο ανέβασμα της Ορέστειας από το Ροντήρη, οι συνάδελφοι της Κοτοπούλη έλαβαν την πρωτοβουλία και της έδωσαν ειδικό χρυσό μετάλλιο, με χαραγμένη τη μορφή της ως Κλυταιμνήστρας. Μέσα από αυτήν την κίνηση καθιερώθηκε, με πρωτοβουλία της ίδιας, ο θεσμός της απονομής του "Επάθλου Κοτοπούλη" σε αξιόλογες Ελληνίδες ηθοποιούς, ο οποίος όμως ατόνησε τα τελευταία χρόνια. Το 1950 της απονεμήθηκε από το βασιλιά Παύλο το παράσημο του Ταξιάρχη. Η μεγάλη ηθοποιός αφιέρωσε την ζωή της στο θέατρο και υπό τη διδασκαλία, την προστασία και την προσωπική καθοδήγησή της μπόρεσε να αναδυθεί μια σπουδαία γενιά Ελλήνων ηθοποιών του 20ού αιώνα. Άμεσα επίγονές της ήταν η Ελένη Παπαδάκη, η Κατίνα Παξινού και η Κατερίνα Ανδρεάδη. Καλλιτεχνικά τέκνα της, που μαθήτευσαν κοντά στη μεγάλη πρωταγωνίστρια λιγότερο ή περισσότερο τακτικά, υπήρξαν η Μαίρη Αρώνη, η Έλλη Λαμπέτη, η Άννα Συνοδινού και η Μελίνα Μερκούρη, ενώ είχε συμβολή και στην ανάδειξη των Λογοθετίδη, Γ. Γληνού, Βεάκη, Μινωτή και Δ. Χορν. Στην Αθήνα, στη "Βίλα Κοτοπούλη", το οίκημα που ήταν το γαμήλιο δώρο του Χέλμη προς τη μεγάλη πρωταγωνίστρια, στεγάζεται και λειτουργεί το Μουσείο Μαρίκας Κοτοπούλη, στην οδό Αλέξανδρου Παναγούλη στο Δήμο Ζωγράφου.
Φιλμογραφία
Ο κακός δρόμος (1936)
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου